κογκάρδα

κογκάρδα
η
βλ. κονκάρδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κονκάρδα — και κογκάρδα και κοκάρδα, η 1. μικρό διακριτικό σήμα σε καπέλο, σε ένδυμα ή σε διάφορα βιομηχανικά προϊόντα 2. το εθνόσημο που τοποθετείται πάνω στο πηλήκιο τών στρατιωτικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cocarde, θηλ. τού cocard < coq «πετεινός»] …   Dictionary of Greek

  • κονκάρδα — κονκάρδα, η και κογκάρδα, η και κοκάρδα, η (λ. ιταλ. ή γαλλ.) 1. μικρός ρόδακας στο καπέλο ή στην κουμπότρυπα που φέρεται ως σήμα. 2. το εθνόσημο στα στρατιωτικά πηλήκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”